παιανικός

παιανικός
παιανικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παιανικός — παιανικός, ή, όν (ΑΜ) [παιάν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιάνα ή αυτός που μοιάζει με παιάνα …   Dictionary of Greek

  • παιανικόν — παιανικός of masc acc sg παιανικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανικοῖς — παιανικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανική — παιανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανικῶς — παιανικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανικῷ — παιανικός of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”